- χρυσέῃ
- χρῡσέῃ , χρύσεοςgoldenfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρυσέη — χρῡσέη , χρύσεος golden fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Okeanos — auf einem Mosaik der Basilika im Stadtzentrum Petras, spätes 5. Jahrhundert n. Chr. Okeanos (griechisch Ὠκεανός, latinisiert Oceanus) ist eine Gottheit der griechischen Mythologie … Deutsch Wikipedia
Chryse, S. — S. Chryse, M. (23. Aug.). Vom Griech. χρυσέη = golden, goldig etc. – Die hl. Chryse war eine Martyrin zu Ostia bei Rom. Vgl. S. Aurea3 … Vollständiges Heiligen-Lexikon
AMPHION — I. AMPHION Hypsonis Pellaei fil. ex Argonautis unus, ftatri Deucalioni adeo vultu similis, ut ne Pater dignoscere potuerit. Val. Flacc. l. 1. v. 367. II. AMPHION fil. Iasii, imperavit Orchomeniis, Minyis, et Pyliis, teste Leontiô, aliô nomine… … Hofmann J. Lexicon universale
καταμύσσω — καταμύσσω, αττ. τ. καταμύττω (Α) (ενεργ. και μέσ.) κατασπαράζω, καταξεσχίζω (α. «κατὰ δὲ χρόα καλὸν ἀμύξη», Θεόκρ. β. «πρὸς χρυσέη περόνη καταμύξατο χεῑρα ἀραιήν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀμύσσω «σπαράζω»] … Dictionary of Greek
περικατατίθημι — Α (συν. το μέσ.) περικατατίθεμαι τοποθετώ κάτι γύρω από κάτι ή πάνω σε κάτι («αὐτίκα δ ἰοδόκην χρυσέῃ περικάτθετο μίτρῃ», Απολλ. Ροδ.) … Dictionary of Greek
φιάλη — η, ΝΜΑ, και δ. γρφ. φιάλλη και ιων. τ. φιέλη Α νεοελλ. 1. τεχνολ. επίμηκες δοχείο με στενό στόμιο, από γυαλί, πλαστικό, μέταλλο ή άργιλο, που χρησιμοποιείται για αποθήκευση και μεταφορά υγρών, μπουκάλι, μποτίλια 2. φρ. α) «φιάλη αερίου» τεχνολ.… … Dictionary of Greek
χρύσεος — ον, θηλ. και χρυσέη, Α βλ. χρυσός (II) … Dictionary of Greek
χυτλώ — όω, Α [χύτλον] 1. αλείφω με νερό και λάδι μετά το λουτρό («δῶκεν δὲ χρυσέῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον, ἧος χυτλώσαιτο σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξίν», Ομ. Οδ.) 2. πλένω, λούζω 3. (με αιτ.) ξεπλένω, καθαρίζω («ῥόον... ᾧ κε τόκοιο λύματα χυτλώσαιτο», Καλλ.) … Dictionary of Greek